- παντοφλάς
- και παντουφλάς, ο [παντόφλα]αυτός που πωλεί ή κατασκευάζει παντόφλες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμβάς — η (Α ἐμβάς) νεοελλ. 1. ελαφρό υπόδημα από ύφασμα ή δέρμα για να φοριέται μέσα στο σπίτι, παντόφλα 2. παπούτσι από πίλημα ή ύφασμα που φορούν σε τόπους με εύφλεκτες ύλες αρχ. 1. χαμηλό παπούτσι από πίλημα που έδενε με λουριά, είδος παντόφλας 2.… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
εύμαρις — εὔμαρις, άριδος, ἡ (Α) ασιατικό σάνδαλο, είδος παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη, άγνωστης προελεύσεως, πράγμα συνηθισμένο για ονομασίες υποδημάτων (πρβλ. αρβύλη, ασκέρα, βλαύτη κ.ά.)] … Dictionary of Greek
καρκίνιον — καρκίνιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καρκίνος*) 1. μικρός κάβουρας 2. (ειδικότερα) είδος μικρού κάβουρα 3. ιατρ. κακοήθης όγκος 4. στον πληθ. τὰ καρκίνια είδος εμβάδων, παντόφλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μαχαίρ ιον, πόδ ιον)] … Dictionary of Greek
νυκτιπήδηκες — νυκτιπήδηκες, οί (Α) είδος παντόφλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + πηδῶ] … Dictionary of Greek
παντουφλάς — ο βλ. παντοφλάς … Dictionary of Greek